σιόρα

σιόρα
σιόρα, η και σινιόρα, η
(λ. ιταλ.), κυρία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σιόρ — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «θεός Λάκωνες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. άλλος τ. τού βιός]. (II) και σινιόρ, ο, θηλ. σιόρα και σινιόρα, Ν (προσαγόρευση τών μελών τής ανώτερης κοινωνικής τάξης στα Επτάνησα, παλαιότερα) κύριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. sior, άλλος τ. τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”